συβάλλας

συβάλλας
Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ καταφερὴς πρὸς τὰ ἀφροδίσια».
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων πιθ. < σῦς «χοίρος» + -βάλλης (πιθ. < βαλλίον «φαλλός»), πρβλ. και τον παράλληλο τ. που παραδίδει ο Ησύχ. ὑβάλλης
καταφερής, λάγνος (βλ. και λ. σύβαξ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σύβαξ — ακος, ό, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «σύβακα συώδη». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σύβακα, όπως και οι τ. συβάλλας* και σύβας*, είναι τ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων που δεν συνδέονται με το λατ. subo «οχεύω, βινητιώ», όπως υποστήριξαν ορισμένοι, αλλά κατά την… …   Dictionary of Greek

  • υβάλης — και ὑβάλλης Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ λάγνος». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. συβάλλας] …   Dictionary of Greek

  • υβαλλήν — Α (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «ὑβάλης». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ὑβάλλης (βλ. συβάλλας)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”